- κονιζω
- κονίζω(pf. pass. κεκόνισμαι; 3 л. sing. ppf. κεκόνιστο) Theocr., Anth. = κονίω См. κονιω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κονίζω — pres subj act 1st sg κονίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίζω — (Α) [κόνις] γεμίζω σκόνη, κονίω* … Dictionary of Greek
κεκονισμένον — κονίζω perf part mp masc acc sg κονίζω perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκονισμένοι — κονίζω perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκονισμένοις — κονίζω perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκονισμένος — κονίζω perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκονισμένῳ — κονίζω perf part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκονίσθαι — κονίζω perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκόνισμαι — κονίζω perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκόνιστο — κονίζω plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιεῖται — κονίζω fut ind mid 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)